- ωραιόπαθος
- και ωριόπαθος, -η, -ο, Νωραιοπαθής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωραίος + -πάθος (< πάθος), πρβλ. πολυ-παθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωραιόπαθος — η, ο βλ. ωραιοπαθής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωριόπαθος — η, ο βλ. ωραιόπαθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)